όψιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όψιμος η όψιμη το όψιμο
      γενική του όψιμου της όψιμης του όψιμου
    αιτιατική τον όψιμο την όψιμη το όψιμο
     κλητική όψιμε όψιμη όψιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όψιμοι οι όψιμες τα όψιμα
      γενική των όψιμων των όψιμων των όψιμων
    αιτιατική τους όψιμους τις όψιμες τα όψιμα
     κλητική όψιμοι όψιμες όψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

όψιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὄψιμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.psi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όψιμος

Επίθετο

όψιμος, -η, -ο, συγκριτικός: οψιμότερος

  1. που ανθίζει ή παράγεται αργότερα από την συνηθισμένη εποχή του
    όψιμα φρούτα
  2. που εκδηλώνεται καθυστερημένα
    όψιμο ενδιαφέρον
  3. (για περίοδο) μεταγενέστερος
    Η όψιμη ελληνιστική κοινή, είναι η τελευταία φάση της κοινής, της μεταγενέστερης περίοδου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
     συνώνυμα: ύστερος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.