όψιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | όψιμος | η | όψιμη | το | όψιμο |
| γενική | του | όψιμου | της | όψιμης | του | όψιμου |
| αιτιατική | τον | όψιμο | την | όψιμη | το | όψιμο |
| κλητική | όψιμε | όψιμη | όψιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | όψιμοι | οι | όψιμες | τα | όψιμα |
| γενική | των | όψιμων | των | όψιμων | των | όψιμων |
| αιτιατική | τους | όψιμους | τις | όψιμες | τα | όψιμα |
| κλητική | όψιμοι | όψιμες | όψιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- όψιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὄψιμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.psi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ψι‐μος
Επίθετο
όψιμος, -η, -ο, συγκριτικός : οψιμότερος
- που ανθίζει ή παράγεται αργότερα από την συνηθισμένη εποχή του
- ↪ όψιμα φρούτα
- που εκδηλώνεται καθυστερημένα
- ↪ όψιμο ενδιαφέρον
- (για περίοδο) μεταγενέστερος
- ↪ Η όψιμη ελληνιστική κοινή, είναι η τελευταία φάση της κοινής, της μεταγενέστερης περίοδου της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
- ≈ συνώνυμα: ύστερος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- όψιμα (επίρρημα)
- οψιμότερος
- οψιμότητα
- ψες
Πηγές
- όψιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- όψιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.