οψιμότερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οψιμότερος η οψιμότερη το οψιμότερο
      γενική του οψιμότερου της οψιμότερης του οψιμότερου
    αιτιατική τον οψιμότερο την οψιμότερη το οψιμότερο
     κλητική οψιμότερε οψιμότερη οψιμότερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οψιμότεροι οι οψιμότερες τα οψιμότερα
      γενική των οψιμότερων των οψιμότερων των οψιμότερων
    αιτιατική τους οψιμότερους τις οψιμότερες τα οψιμότερα
     κλητική οψιμότεροι οψιμότερες οψιμότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οψιμότερος < όψιμ(ος) + -ότερος. Δείτε και τον ελληνιστικό συγκριτικό βαθμό ὀψιμώτερος.

Προφορά

ΔΦΑ : /o.psiˈmo.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οψιμότερος

Επίθετο

οψιμότερος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.