ψες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψες < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀψέ (αργά το βράδυ) > ὀψές (μεσαιωνική ελληνική) < ψές με παρετυμολογική επίδραση του χθες[1][2][3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpses/

Επίρρημα

ψες (λαϊκότροπο)

  1. χτες
  2. χτες το βράδυ

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • από τα ψες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ψες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. λήμμα «ἐψές» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.