έποψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έποψη οι επόψεις
      γενική της έποψης* των επόψεων
    αιτιατική την έποψη τις επόψεις
     κλητική έποψη επόψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επόψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έποψη < αρχαία ελληνική ἔποψις < ἐπί + ὄψις

Ουσιαστικό

έποψη θηλυκό

(λόγιο)
  1. η θέαση του συνόλου μιας περιοχής από απόσταση
  2. (μεταφορικά) η (φιλοσοφική) θεώρηση και άποψη για πρόσωπα και πράγματα
  3. (μεταφορικά) άποψη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.