κάτοψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάτοψη οι κατόψεις
      γενική της κάτοψης* των κατόψεων
    αιτιατική την κάτοψη τις κατόψεις
     κλητική κάτοψη κατόψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατόψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάτοψη < κατ- + όψη

Ουσιαστικό

κάτοψη θηλυκό

  1. η εικόνα ενός αντικειμένου από ψηλά
  2. (αρχιτεκτονική) το σχέδιο που αναπαριστά σε οριζόντια τομή ένα οικοδόμημα, ένα μηχάνημα, μια κατασκευή κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.