κάτοψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάτοψη | οι | κατόψεις |
| γενική | της | κάτοψης* | των | κατόψεων |
| αιτιατική | την | κάτοψη | τις | κατόψεις |
| κλητική | κάτοψη | κατόψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατόψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάτοψη < κατ- + όψη
Ουσιαστικό
κάτοψη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.