όχθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όχθος οι όχθοι
      γενική του όχθου των όχθων
    αιτιατική τον όχθο τους όχθους
     κλητική όχθε όχθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όχθος < αρχαία ελληνική ὄχθος[1] [2] [3]

Ουσιαστικό

όχθος αρσενικό

  1. (γεωλογία) ύψωμα γης, μικρός λόφος, γήλοφος (κοντά σε ποτάμια ή ρυάκια)
  2. άλλη μορφή του όχθη
  3. (ιατρική) κομμάτι του δέρματος που προεξέχει, έκφυμα δέρματος (όπως στη λέπρα)

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. όχθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. όχθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. όχθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.