όχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όχτος οι όχτοι
      γενική του όχτου των όχτων
    αιτιατική τον όχτο τους όχτους
     κλητική όχτε όχτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όχτος < μεσαιωνική ελληνική όχτος < αρχαία ελληνική ὄχθος

Ουσιαστικό

όχτος αρσενικό

  1. άλλη μορφή του όχθος
  2. (ειδικότερα) χαμηλό ύψωμα γης που φτιάχνεται σε κεκλιμένες καλλιέργειες, για να συγκρατεί το χώμα
     συνώνυμα: πεζούλα

  • οχτιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.