όχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όχτος | οι | όχτοι |
| γενική | του | όχτου | των | όχτων |
| αιτιατική | τον | όχτο | τους | όχτους |
| κλητική | όχτε | όχτοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όχτος < μεσαιωνική ελληνική όχτος < αρχαία ελληνική ὄχθος
Ουσιαστικό
όχτος αρσενικό
- άλλη μορφή του όχθος
- (ειδικότερα) χαμηλό ύψωμα γης που φτιάχνεται σε κεκλιμένες καλλιέργειες, για να συγκρατεί το χώμα
- οχτιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.