ψυχαναληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχαναληπτικός | η | ψυχαναληπτική | το | ψυχαναληπτικό |
| γενική | του | ψυχαναληπτικού | της | ψυχαναληπτικής | του | ψυχαναληπτικού |
| αιτιατική | τον | ψυχαναληπτικό | την | ψυχαναληπτική | το | ψυχαναληπτικό |
| κλητική | ψυχαναληπτικέ | ψυχαναληπτική | ψυχαναληπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχαναληπτικοί | οι | ψυχαναληπτικές | τα | ψυχαναληπτικά |
| γενική | των | ψυχαναληπτικών | των | ψυχαναληπτικών | των | ψυχαναληπτικών |
| αιτιατική | τους | ψυχαναληπτικούς | τις | ψυχαναληπτικές | τα | ψυχαναληπτικά |
| κλητική | ψυχαναληπτικοί | ψυχαναληπτικές | ψυχαναληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχαναληπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychoanaleptique < psycho- (< αρχαία ελληνική ψυχή) + analeptique (< λατινικά analepticus < αρχαία ελληνική ἀναληπτικός < ἀναλαμβάνω < λαμβάνω)
Επίθετο
ψυχαναληπτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει επίδραση στη διανοητική απόδοση, διεγείρει τις εγκεφαλικές λειτουργίες και μειώνει το αίσθημα κόπωσης
- ψυχαναληπτικά φάρμακα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ψυχή, αναλαμβάνω και λαμβάνω
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.