ψυχοτρόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοτρόπος η ψυχοτρόπος
& ψυχοτρόπα
το ψυχοτρόπο
      γενική του ψυχοτρόπου της ψυχοτρόπου
& ψυχοτρόπας
του ψυχοτρόπου
    αιτιατική τον ψυχοτρόπο την ψυχοτρόπο
& ψυχοτρόπα
το ψυχοτρόπο
     κλητική ψυχοτρόπε ψυχοτρόπε
& ψυχοτρόπα
ψυχοτρόπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοτρόποι οι ψυχοτρόποι
& ψυχοτρόπες
τα ψυχοτρόπα
      γενική των ψυχοτρόπων των ψυχοτρόπων των ψυχοτρόπων
    αιτιατική τους ψυχοτρόπους τις ψυχοτρόπους
& ψυχοτρόπες
τα ψυχοτρόπα
     κλητική ψυχοτρόποι ψυχοτρόποι
& ψυχοτρόπες
ψυχοτρόπα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχοτρόπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychotrope < αρχαία ελληνική ψυχή + τρόπος (< τρέπω)

Επίθετο

ψυχοτρόπος, -ος / -α, -ο

  • (ιατρική) (συνήθως για τεχνητή ουσία) που παρεμβαίνει και τροποποιεί την ψυχική διάθεση
    ψυχοτρόπες ουσίες (φάρμακα, ναρκωτικά, αλκοόλ κ.λπ.)

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.