σύρριζα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σύρριζα
<
ελληνιστική κοινή
σύρριζος
+
-α
Επίρρημα
σύρριζα
από τη
ρίζα
, από τη
βάση
ως τη
ρίζα
, ως τη
βάση
κοντά σε μια
επιφάνεια
, σ’ ένα
σημείο
αναφοράς
※
Στάθηκα στο ίσιωμα του ιερού,
σύρριζα
στο χείλος του γκρεμού, και αισθάνθηκα δέος από το ύψος και την επιβλητικότητα του τοπίου.
(
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
,
Θεοκλής
[διήγημα])
έρριζα
Μεταφράσεις
σύρριζα
αγγλικά
:
to the roots
(en)
γαλλικά
: à la
base
(fr)
, à la
racine
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.