ψιλικατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψιλικατζής οι ψιλικατζήδες
      γενική του ψιλικατζή των ψιλικατζήδων
    αιτιατική τον ψιλικατζή τους ψιλικατζήδες
     κλητική ψιλικατζή ψιλικατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιλικατζής < ψιλικά + -τζής

Ουσιαστικό

ψιλικατζής αρσενικό (θηλυκό ψιλικατζού)

  1. (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος ψιλικατζίδικου
  2. (μεταφορικά) που υπολογίζει και το παραμικρό χρηματικό ποσό
    δέκα λεπτά λιγότερα σου έδωσε, μη γίνεσαι ψιλικατζής
  3. που κερδίζει μόνο μικροποσά από νόμιμη ή παράνομη δραστηριότητα ή που οι δραστηριότητές του είναι περιορισμένες
    άλλοι είναι οι μεγάλοι κλέφτες, αυτός είναι ψιλικατζής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.