ψιλολόι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψιλολόι | τα | ψιλολόγια |
| γενική | του | ψιλολογιού | των | ψιλολογιών |
| αιτιατική | το | ψιλολόι | τα | ψιλολόγια |
| κλητική | ψιλολόι | ψιλολόγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψιλολόι ουδέτερο
- (περιληπτικό) ψιλοπράγματα, μικροπράγματα
- ψιλά (χρήματα σε μικρό νόμισμα)
Μεταφράσεις
ψιλολόι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.