ψιλά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψιλά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψιλά, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιλό, ουδέτερο του ψιλός

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψιλά
ομόηχο: ψηλά

Ουσιαστικό

ψιλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. χρηματικό ποσό μικρής αξίας
  2. (νόμισμα) κέρματα (από μη πολύτιμο κράμα ή μέταλλο και μικρής αξίας· μη συλλεκτικά, μη ονομαστικώς υψηλά κτλ.)
     συνώνυμα: λιανά, λιανώματα (δημοτική)
     αντώνυμα: χοντρά

Εκφράσεις

  • τα ψιλά των εφημερίδων: ειδήσεις δευτερεύουσας σημασίας που τυπώνονται με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία

Μεταφράσεις

Επίρρημα

ψιλά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψιλά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.