ψιλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψιλά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψιλά, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιλό, ουδέτερο του ψιλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λά
- ομόηχο: ψηλά
Ουσιαστικό
ψιλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις
- τα ψιλά των εφημερίδων: ειδήσεις δευτερεύουσας σημασίας που τυπώνονται με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία
Μεταφράσεις
Μεταφράσεις
ψιλά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψιλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιλό, ουδέτερο του ψιλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.