drobne

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

drobne (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

drobne (pl)

  1. ουδέτερο του drobny στην ονομαστική, αιτιατική και την κλητική του ενικού
  2. drobny στην ονομαστική, αιτιατική και την κλητική του μη αρρενοπροσωπικού πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.