αμμώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμμώδης | η | αμμώδης | το | αμμώδες |
| γενική | του | αμμώδους | της | αμμώδους | του | αμμώδους |
| αιτιατική | τον | αμμώδη | την | αμμώδη | το | αμμώδες |
| κλητική | αμμώδη(ς) | αμμώδης | αμμώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμμώδεις | οι | αμμώδεις | τα | αμμώδη |
| γενική | των | αμμωδών | των | αμμωδών | των | αμμωδών |
| αιτιατική | τους | αμμώδεις | τις | αμμώδεις | τα | αμμώδη |
| κλητική | αμμώδεις | αμμώδεις | αμμώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμμώδης -ης -ες
- αυτός που αποτελείται από άμμο ή που περιέχει πολλή άμμο
- αμμώδης παραλία
- αμμώδες πέτρωμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.