ψήφισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψήφισμα τα ψηφίσματα
      γενική του ψηφίσματος των ψηφισμάτων
    αιτιατική το ψήφισμα τα ψηφίσματα
     κλητική ψήφισμα ψηφίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψήφισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψήφισμα < ψηφίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpsi.fi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψήφισμα

Ουσιαστικό

ψήφισμα ουδέτερο

  • η απόφαση που συνήθως διατυπώνεται σε κείμενο με το οποίο εκφράζεται η άποψη ενός συλλογικού σώματος ή μιας συγκέντρωσης πολιτών για ένα συγκεκριμένο ζήτημα, η διαμαρτυρία εκείνων που εκδίδουν τη σχετική απόφαση για κάτι ή η διατύπωση ενός αιτήματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψήφισμᾰ τὰ ψηφίσμᾰτ
      γενική τοῦ ψηφίσμᾰτος τῶν ψηφισμᾰ́των
      δοτική τῷ ψηφίσμᾰτ τοῖς ψηφίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ψήφισμᾰ τὰ ψηφίσμᾰτ
     κλητική ! ψήφισμᾰ ψηφίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψηφίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ψηφισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψήφισμα, ήδη στον Αισχύλα < ψηφίζω, ψηφισ- + -μα

Ουσιαστικό

ψήφισμα, -ατος ουδέτερο

  • πρόταση, που έχει επικυρωθεί και νομιμοποιηθεί με ψηφοφορία από την εκκλησία του δήμου

Εκφράσεις

Σύνθετα

  • ἐπιψήφισμα
  • καταψήφισμα
  • προσψήφισμα

Συγγενικά

  • ψηφισματώδης

 και δείτε τις λέξεις ψηφίζω και ψῆφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.