ἐπιψηφίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐπιψηφίζω
- θέτω προς ψηφοφορία στη Βουλή
- θέτω θέμα για λογαριασμό κάποιου
- θέτω το θέμα στους παρόντες
- (ελληνιστική κοινή) αποφασίζω με ψήφο
Πηγές
- ἐπιψηφίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιψηφίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.