ψηφισματοπώλης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ψηφισματοπώλης | οἱ | ψηφισματοπῶλαι |
| γενική | τοῦ | ψηφισματοπώλου | τῶν | ψηφισματοπωλῶν |
| δοτική | τῷ | ψηφισματοπώλῃ | τοῖς | ψηφισματοπώλαις |
| αιτιατική | τὸν | ψηφισματοπώλην | τοὺς | ψηφισματοπώλᾱς |
| κλητική ὦ! | ψηφισματοπῶλᾰ | ψηφισματοπῶλαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψηφισματοπώλᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψηφισματοπώλαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψηφισματοπώλης αρσενικό
- (επάγγελμα) κάποιος που πουλάει υπηρεσίες γραφής ή επικύρωσης ψηφισμάτων
Πηγές
- ψηφισματοπώλης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψηφισματοπώλης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.