ψηφισματοπώλης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψηφισματοπώλης οἱ ψηφισματοπῶλαι
      γενική τοῦ ψηφισματοπώλου τῶν ψηφισματοπωλῶν
      δοτική τῷ ψηφισματοπώλ τοῖς ψηφισματοπώλαις
    αιτιατική τὸν ψηφισματοπώλην τοὺς ψηφισματοπώλᾱς
     κλητική ! ψηφισματοπῶλ ψηφισματοπῶλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψηφισματοπώλ
γεν-δοτ τοῖν  ψηφισματοπώλαιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηφισματοπώλης < ψήφισμα + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

ψηφισματοπώλης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.