συγχύζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγχύζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγχύζω < σύγχυση < αρχαία ελληνική σύγχυσις < συγχέω
Ρήμα
συγχύζομαι, πρτ.: συγχυζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα συγχυστώ, αόρ.: συγχύστηκα, μτχ.π.π.: συγχυσμένος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συγχύζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.