χύδην
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χύδην
<
αρχαία ελληνική
χύδην <
χέω
Επίρρημα
χύδην
χύμα
χύδην φορτίο
(
μεταφορικά
)
(+
λαός
) αμόρφωτος λαός,
συρφετός
Συγγενικά
χυδαίος
Μεταφράσεις
χύδην
αγγλικά
:
ασυσκεύαστα
:
bulk
(en)
·
συρφετός
:
the common herd
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.