εκσπερματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκσπερματίζω < ελληνιστική κοινή ἐκσπερματίζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εκσπερμάτιση
- εκσπερμάτισμα
- εκσπερματισμός
- → δείτε τη λέξη σπέρμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.