χωροκατακτητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωροκατακτητικός η χωροκατακτητική το χωροκατακτητικό
      γενική του χωροκατακτητικού της χωροκατακτητικής του χωροκατακτητικού
    αιτιατική τον χωροκατακτητικό τη χωροκατακτητική το χωροκατακτητικό
     κλητική χωροκατακτητικέ χωροκατακτητική χωροκατακτητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωροκατακτητικοί οι χωροκατακτητικές τα χωροκατακτητικά
      γενική των χωροκατακτητικών των χωροκατακτητικών των χωροκατακτητικών
    αιτιατική τους χωροκατακτητικούς τις χωροκατακτητικές τα χωροκατακτητικά
     κλητική χωροκατακτητικοί χωροκατακτητικές χωροκατακτητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χωροκατακτητικός < χωρο- + κατακτητικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική space-occupying

Επίθετο

χωροκατακτητικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) (για όγκο) που αναπτύσσεται παθολογικά στον ανθρώπινο οργανισμό
      Οι χωροκατακτητικές εξεργασίες του εγκεφάλου, με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισής τους στον ανθρώπινο πληθυσμό, αποτελούν μια νοσολογική οντότητα με πολύπλευρη αντιμετώπιση.
    Όγκοι εγκεφάλου Σύγχρονη αντιμετώπιση και θεραπεία, 21-03-2017, συντάκτης: Μπρίζας Στέργιος, @iaso.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 02-05-2024.
  2. (οικολογία) (για ξενικό φυτικό ή ζωικό είδος) που εισβάλει σε έναν γεωγραφικό χώρο διαταράσσοντας την οικολογική ισορροπία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.