κατακτητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατακτητικός | η | κατακτητική | το | κατακτητικό |
| γενική | του | κατακτητικού | της | κατακτητικής | του | κατακτητικού |
| αιτιατική | τον | κατακτητικό | την | κατακτητική | το | κατακτητικό |
| κλητική | κατακτητικέ | κατακτητική | κατακτητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατακτητικοί | οι | κατακτητικές | τα | κατακτητικά |
| γενική | των | κατακτητικών | των | κατακτητικών | των | κατακτητικών |
| αιτιατική | τους | κατακτητικούς | τις | κατακτητικές | τα | κατακτητικά |
| κλητική | κατακτητικοί | κατακτητικές | κατακτητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- χωροκατακτητικός
- → και δείτε τη λέξη κατακτώ
Μεταφράσεις
κατακτητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.