χυδαιολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χυδαιολόγος οι χυδαιολόγοι
      γενική του/της χυδαιολόγου των χυδαιολόγων
    αιτιατική τον/τη χυδαιολόγο τους/τις χυδαιολόγους
     κλητική χυδαιολόγε χυδαιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χυδαιολόγος < χυδαιολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή χυδαιολογία < χυδαῖος + -λογία < αρχαία ελληνική χέω + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.ðe.oˈlo.ɣos/

Ουσιαστικό

χυδαιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.