εκχυδαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκχυδαϊσμός | οι | εκχυδαϊσμοί |
| γενική | του | εκχυδαϊσμού | των | εκχυδαϊσμών |
| αιτιατική | τον | εκχυδαϊσμό | τους | εκχυδαϊσμούς |
| κλητική | εκχυδαϊσμέ | εκχυδαϊσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.çi.ða.iˈzmos/
Μεταφράσεις
εκχυδαϊσμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.