vulgar
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | vulgar |
| συγκριτικός | vulgarer / more vulgar |
| υπερθετικός | vulgarest / most vulgar |
Επίθετο
vulgar (en)
- χυδαίος, άξεστος, κακόγουστος, που δεν έχει ούτε δείχνει καλό γούστο. που δεν είναι ευγενικό, ευχάριστο ή καλοπροαίρετο
- χυδαίος, αγενής και πιθανόν να προσβάλει
- (ταξινομία) κοινός
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.