χρῶμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χρῶμᾰ | τὰ | χρώμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | χρώμᾰτος | τῶν | χρωμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | χρώμᾰτῐ | τοῖς | χρώμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | χρῶμᾰ | τὰ | χρώμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | χρῶμᾰ | χρώμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρώμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρωμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρῶμα ουδέτερο
- το δέρμα, η επιφάνεια του σώματος, γενικά το επιφανειακό
- ↪ ἐκ τῶν χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν (Πλάτωνας) : το να βγάζει κάποιος συμπέρασμα επιδερμικά, επιφανειακά, από την εμφάνιση των πραγμάτων, από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και τα φαινόμενα
- το χρώμα, ειδικά του δέρματος , αλλά και γενικότερα
- ↪ χρώματα βάπτειν (Ζήνων)
- ↪ χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι (Αριστοτέλης)
- το μακιγιάζ
- ↪ χρώματος ἔντριψις
- (στον πληθυντικό) τα χρώματα: κοσμήματα, στολίδια, ποικίλματα
- (μεταφορικά) το χρώμα, η ζωντάνια, η τάση, το ύφος στο λόγο
- ↪ χρώματα λέξεων, το στριφνόν, τὸ τυκνόν χρῶμα
- ↪ ποιητικῆς χρώματα
- (μεταφορικά) στη μουσική, η μουσική χροιά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χρῶμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρῶμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.