χρόα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρό αἱ χρόαι
      γενική τῆς χρόᾱς τῶν χροῶν
      δοτική τῇ χρό ταῖς χρόαις
    αιτιατική τὴν χρόᾱν τὰς χρόᾱς
     κλητική ! χρό χρόαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρό
γεν-δοτ τοῖν  χρόαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρόα < χρώς

Ουσιαστικό

χρόα θηλυκό

  1. αττικός τύπος του χροιά, ιωνικός τύπος του χροιή, επιδερμίδα, επιφάνεια δέρματος
  2. χρώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.