συγχρωτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγχρωτίζομαι < ελληνιστική κοινή συγχρωτίζομαι < σύν + αρχαία ελληνική χρώς
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ασυγχρώτιστος
- συγχρώτιση
- συγχρωτισμένος
- συγχρωτισμός
- → δείτε τις λέξεις συν και χρώμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγχρωτίζομαι | συγχρωτιζόμουν(α) | θα συγχρωτίζομαι | να συγχρωτίζομαι | ||
| β' ενικ. | συγχρωτίζεσαι | συγχρωτιζόσουν(α) | θα συγχρωτίζεσαι | να συγχρωτίζεσαι | (συγχρωτίζου) | |
| γ' ενικ. | συγχρωτίζεται | συγχρωτιζόταν(ε) | θα συγχρωτίζεται | να συγχρωτίζεται | ||
| α' πληθ. | συγχρωτιζόμαστε | συγχρωτιζόμαστε συγχρωτιζόμασταν |
θα συγχρωτιζόμαστε | να συγχρωτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συγχρωτίζεστε | συγχρωτιζόσαστε συγχρωτιζόσασταν |
θα συγχρωτίζεστε | να συγχρωτίζεστε | (συγχρωτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συγχρωτίζονται | συγχρωτίζονταν συγχρωτιζόντουσαν |
θα συγχρωτίζονται | να συγχρωτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγχρωτίστηκα | θα συγχρωτιστώ | να συγχρωτιστώ | συγχρωτιστεί | ||
| β' ενικ. | συγχρωτίστηκες | θα συγχρωτιστείς | να συγχρωτιστείς | συγχρωτίσου | ||
| γ' ενικ. | συγχρωτίστηκε | θα συγχρωτιστεί | να συγχρωτιστεί | |||
| α' πληθ. | συγχρωτιστήκαμε | θα συγχρωτιστούμε | να συγχρωτιστούμε | |||
| β' πληθ. | συγχρωτιστήκατε | θα συγχρωτιστείτε | να συγχρωτιστείτε | συγχρωτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | συγχρωτίστηκαν συγχρωτιστήκαν(ε) |
θα συγχρωτιστούν(ε) | να συγχρωτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συγχρωτιστεί | είχα συγχρωτιστεί | θα έχω συγχρωτιστεί | να έχω συγχρωτιστεί | συγχρωτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συγχρωτιστεί | είχες συγχρωτιστεί | θα έχεις συγχρωτιστεί | να έχεις συγχρωτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συγχρωτιστεί | είχε συγχρωτιστεί | θα έχει συγχρωτιστεί | να έχει συγχρωτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγχρωτιστεί | είχαμε συγχρωτιστεί | θα έχουμε συγχρωτιστεί | να έχουμε συγχρωτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συγχρωτιστεί | είχατε συγχρωτιστεί | θα έχετε συγχρωτιστεί | να έχετε συγχρωτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγχρωτιστεί | είχαν συγχρωτιστεί | θα έχουν συγχρωτιστεί | να έχουν συγχρωτιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.