αχάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχάτης οι αχάτες
      γενική του αχάτη των αχατών
    αιτιατική τον αχάτη τους αχάτες
     κλητική αχάτη αχάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αχάτης

Ετυμολογία

αχάτης < από το όνομα του ποταμού Αχάτη της Σικελίας, σε κείμενο του Θεόφραστου (4ος-3ος αιώνας π.Χ.)

Ουσιαστικό

αχάτης αρσενικό

  • μη κρυσταλλική μορφή του χαλαζία
      Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.