χλωρότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χλωρότης αἱ χλωρότητες
      γενική τῆς χλωρότητος τῶν χλωροτήτων
      δοτική τῇ χλωρότητ ταῖς χλωρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν χλωρότητ τὰς χλωρότητᾰς
     κλητική ! χλωρότης χλωρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλωρότητε
γεν-δοτ τοῖν  χλωροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλωρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χλωρό(ς) + -της

Ουσιαστικό

χλωρότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. το πρασινωπό χρώμα
  2. η χλωμάδα, η ωχρότητα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.