χελώνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χελώνη | αἱ | χελῶναι |
| γενική | τῆς | χελώνης | τῶν | χελωνῶν |
| δοτική | τῇ | χελώνῃ | ταῖς | χελώναις |
| αιτιατική | τὴν | χελώνην | τὰς | χελώνᾱς |
| κλητική ὦ! | χελώνη | χελῶναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χελώνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χελώναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χελώνη θηλυκό
- (ζωολογία) η χελώνα
- ↪ χελώνη χερσαία, χελώνη θαλασσία
- το όστρακο της χελώνας
- (μουσικό όργανο) η λύρα (επειδή πρωτοκατασκευάστηκε με όστρακο χελώνας)

Ασημένια δραχμή της Αίγινας, περίπου 404-340 πκε με χερσαία χελώνη στον εμπροσθότυπο. Οπισθότυπος: ΑΙΤ (ΑΙΓ[ΙΝΑΤΟΝ], των Αιγινητών) και δελφίνι.
- (νόμισμα) νόμισμα της Αίγινας με χελώνα στον εμπροσθότυπο
- (ελληνιστική σημασία) η δημιουργία σκέπης με ασπίδες (επειδή ήταν κυρτές), για την προστασία από τη βροχή ή τα εχθρικά βέλη-ακόντια-πέτρες σε επίθεση
Πηγές
- χελώνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χελώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.