χλοάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χλοάζω < αρχαία ελληνική χλοάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xloˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χλο‐ά‐ζω
Ρήμα
χλοάζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
χλοάζω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χλοάζω < χλόη
Ρήμα
χλοάζω
- (για φυτό) είμαι σαν χλόη
- έχω ζωηρό πράσινο χρώμα
- βόσκω
- βλασταίνω
- (μεταφορικά) είμαι εκκολαπτόμενος σε κάτι, φυντανάκι όπως λέμε σήμερα για νέους καλλιτέχνες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.