Χλόες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Χλόες | ||
| γενική | των | Χλοών | ||
| αιτιατική | τις | Χλόες | ||
| κλητική | Χλόες | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χλόες < χλόες < πληθυντικός αριθμός του χλόη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxlo.es/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χλό‐ες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.