χλοηφόρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χλοηφόρος τὸ χλοηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς χλοηφόρου τοῦ χλοηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ χλοηφόρ τῷ χλοηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν χλοηφόρον τὸ χλοηφόρον
     κλητική ! χλοηφόρε χλοηφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χλοηφόροι τὰ χλοηφόρ
      γενική τῶν χλοηφόρων τῶν χλοηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς χλοηφόροις τοῖς χλοηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χλοηφόρους τὰ χλοηφόρ
     κλητική ! χλοηφόροι χλοηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χλοηφόρω τὼ χλοηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν χλοηφόροιν τοῖν χλοηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χλοηφόρος < χλόη + -φόρος

Επίθετο

χλοηφόρος, -ος, -ον

  • με πράσινα φύλλα ή πράσινο χορτάρι (γη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.