λινάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λινάρι τα λινάρια
      γενική του λιναριού των λιναριών
    αιτιατική το λινάρι τα λινάρια
     κλητική λινάρι λινάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λίνον το ιξώδες

Ετυμολογία

λινάρι < μεσαιωνική ελληνική λινάρι(ν) < ελληνιστική κοινή λινάριον < αρχαία ελληνική λίνον [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈna.ɾi/

Ουσιαστικό

λινάρι ουδέτερο

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • του λιναριού τα πάθη: για αλλεπάλληλες δυστυχίες

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.