λινάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λινάρι | τα | λινάρια |
| γενική | του | λιναριού | των | λιναριών |
| αιτιατική | το | λινάρι | τα | λινάρια |
| κλητική | λινάρι | λινάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Λίνον το ιξώδες
Ετυμολογία
- λινάρι < μεσαιωνική ελληνική λινάρι(ν) < ελληνιστική κοινή λινάριον < αρχαία ελληνική λίνον [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈna.ɾi/
Ουσιαστικό
λινάρι ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) αγγειόσπερμο ποώδες φυτό (Linum), το οποίο ανήκει στην τάξη Λινώδη και στην οικογένεια Λινίδες
Συγγενικά
- αγριολινάρι
- λιναρόσπορος
- λινόχρους
- λινόχρωμος
- → δείτε τη λέξη λινός
Εκφράσεις
- του λιναριού τα πάθη: για αλλεπάλληλες δυστυχίες
-
λινάρι στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- λινάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.