χιτών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χιτών οἱ χιτῶνες
      γενική τοῦ χιτῶνος τῶν χιτώνων
      δοτική τῷ χιτῶν τοῖς χιτῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χιτῶν τοὺς χιτῶνᾰς
     κλητική ! χιτών χιτῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χιτῶνε
γεν-δοτ τοῖν  χιτώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιτών < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης *kittan < ακκαδική 𒃰 (kitû / kita’um, λινάρι, λινός) < σουμεριακή gada.
Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀑𐀵 (ki-to).

Ουσιαστικό

χιτών αρσενικό

  • δωρικός τύπος: κιτών
  • ιωνικός τύπος: κιθών
  • χιθών

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
χιτων- 
  • -χίτων Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -χίτων στο Βικιλεξικό

και

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.