χιτών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χιτών | οἱ | χιτῶνες |
| γενική | τοῦ | χιτῶνος | τῶν | χιτώνων |
| δοτική | τῷ | χιτῶνῐ | τοῖς | χιτῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | χιτῶνᾰ | τοὺς | χιτῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | χιτών | χιτῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιτῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χιτώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χιτών αρσενικό
- (ενδυμασία) ο χιτώνας, ανδρικό ένδυμα, το εσωτερικό ένδυμα (λινό ή μάλλινο) πάνω από το οποίο έριχναν το επανωφόρι (τη χλαίνα ή το ιμάτιο)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 3.17
- ※ ἦν δὲ ἡ δίκη τοιαύτη. παῖς μέγας μικρὸν ἔχων χιτῶνα παῖδα μικρὸν μέγαν ἔχοντα χιτῶνα ἐκδύσας αὐτὸν τὸν μὲν ἑαυτοῦ ἐκεῖνον ἠμφίεσε, τὸν δ᾽ ἐκείνου αὐτὸς ἐνέδυ».
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 3.17
- δωρικός τύπος : κιτών
- ιωνικός τύπος : κιθών
- χιθών
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
χιτων-
χιτων-
- -χίτων Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -χίτων στο Βικιλεξικό
και
- χιτωνάριον
- Χιτώνη, χιτώνη
- χιτωνία
- χιτώνιον
- χιτωνισκάριον
- χιτωνίσκιον
- χιτωνίσκος
- Λέξεις με χιτων- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
-
χιτών στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- χιτών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χιτών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.