χιτωνοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιτωνοφόρο τα χιτωνοφόρα
      γενική του χιτωνοφόρου των χιτωνοφόρων
    αιτιατική το χιτωνοφόρο τα χιτωνοφόρα
     κλητική χιτωνοφόρο χιτωνοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιτωνοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χιτωνοφόρος

Ουσιαστικό

χιτωνοφόρο ουδέτερο

  • (ταξινομία) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.