θαλασσοχελώνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλασσοχελώνα | οι | θαλασσοχελώνες |
| γενική | της | θαλασσοχελώνας | των | θαλασσοχελωνών |
| αιτιατική | τη | θαλασσοχελώνα | τις | θαλασσοχελώνες |
| κλητική | θαλασσοχελώνα | θαλασσοχελώνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
θαλασσοχελώνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.