χειροπόδαρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χειροπόδαρα < λόγια επίδραση στο χεροπόδαρα στο πρώτο συνθετικό, κατά το χείρ, χειρο- (χέρι, χερο-) + ποδάρ(ι) + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.ɾoˈpo.ða.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χειροπόδαρα

Επίρρημα

χειροπόδαρα

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.