χειροπέδη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειροπέδη | οι | χειροπέδες |
| γενική | της | χειροπέδης | — | |
| αιτιατική | τη | χειροπέδη | τις | χειροπέδες |
| κλητική | χειροπέδη | χειροπέδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειροπέδη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειροπέδη < χείρ + -ο- + πέδη
Ουσιαστικό
χειροπέδη θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό χειροπέδες
- το καθένα από τα δύο κυκλικά μεταλλικά αντικείμενα που συνδέονται μεταξύ τους με αλυσίδα και φοριούνται από την αστυνομία στους καρπούς ενός κρατουμένου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.