χειροπρίονο
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χειροπρίονο
< {
χειρο-
+
πριόν(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
χειροπρίονο
ουδέτερο
πριόνι
που χρησιμοποιείται με το
χέρι
Μεταφράσεις
χειροπρίονο
γαλλικά
:
scie à main
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.