χειροτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειροτεχνία | οι | χειροτεχνίες |
| γενική | της | χειροτεχνίας | των | χειροτεχνιών |
| αιτιατική | τη | χειροτεχνία | τις | χειροτεχνίες |
| κλητική | χειροτεχνία | χειροτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειροτεχνία < αρχαία ελληνική κάθε χειροτεχνική ασχολία-δουλειά που αφορούσε αποκλειστικά στους χειρώνακτες < χειροτέχνης
Ουσιαστικό
χειροτεχνία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.