χειροσφαίριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροσφαίριση οι χειροσφαιρίσεις
      γενική της χειροσφαίρισης* των χειροσφαιρίσεων
    αιτιατική τη χειροσφαίριση τις χειροσφαιρίσεις
     κλητική χειροσφαίριση χειροσφαιρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροσφαιρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγώνας χειροσφαίρισης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012

Ετυμολογία

χειροσφαίριση < (καθαρεύουσα) χειροσφαίρισις < χειρο- + αρχαία ελληνική σφαίρισις

Προφορά

ΔΦΑ : /xi.ɾoˈsfe.ɾi.si/

Ουσιαστικό

χειροσφαίριση θηλυκό

  • (αθλητισμός) (λόγιο) το χάντμπολ
    η χειροσφαίριση έγινε ολυμπιακό άθλημα το 1972

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.