χειρόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειρόγραφος | η | χειρόγραφη | το | χειρόγραφο |
| γενική | του | χειρόγραφου | της | χειρόγραφης | του | χειρόγραφου |
| αιτιατική | τον | χειρόγραφο | τη | χειρόγραφη | το | χειρόγραφο |
| κλητική | χειρόγραφε | χειρόγραφη | χειρόγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειρόγραφοι | οι | χειρόγραφες | τα | χειρόγραφα |
| γενική | των | χειρόγραφων | των | χειρόγραφων | των | χειρόγραφων |
| αιτιατική | τους | χειρόγραφους | τις | χειρόγραφες | τα | χειρόγραφα |
| κλητική | χειρόγραφοι | χειρόγραφες | χειρόγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειρόγραφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειρόγραφος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χειρό- + -γραφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.ɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρό‐γρα‐φοσ
Συγγενικά
Αναφορές
- χειρόγραφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χειρόγραφος | τὸ | χειρόγραφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | χειρογράφου | τοῦ | χειρογράφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | χειρογράφῳ | τῷ | χειρογράφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χειρόγραφον | τὸ | χειρόγραφον | ||
| κλητική ὦ! | χειρόγραφε | χειρόγραφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | χειρόγραφοι | τὰ | χειρόγραφᾰ | ||
| γενική | τῶν | χειρογράφων | τῶν | χειρογράφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | χειρογράφοις | τοῖς | χειρογράφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | χειρογράφους | τὰ | χειρόγραφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | χειρόγραφοι | χειρόγραφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειρογράφω | τὼ | χειρογράφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χειρογράφοιν | τοῖν | χειρογράφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειρόγραφος < αρχαία ελληνική χειρό- + (ελληνιστική κοινή) -γραφος
Πηγές
- χειρόγραφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.