χειροτόνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειροτόνηση | οι | χειροτονήσεις |
| γενική | της | χειροτόνησης* | των | χειροτονήσεων |
| αιτιατική | τη | χειροτόνηση | τις | χειροτονήσεις |
| κλητική | χειροτόνηση | χειροτονήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χειροτονήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειροτόνηση < (καθαρεύουσα) χειροτόνησις < χειροτονώ < αρχαία ελληνική χειροτονέω / χειροτονῶ < χείρ + τείνω
Ουσιαστικό
χειροτόνηση θηλυκό
- άλλη μορφή του χειροτονία
- Η Εκκλησία εξετάζει το ενδεχόμενο χειροτόνησης και γυναικών
Μεταφράσεις
χειροτόνηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.