χειρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χειρ < (καθαρεύουσα) χείρ < αρχαία ελληνική χείρ
Ουσιαστικό
χειρ θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο χείρ)
- (αρχαιοπρεπές) το χέρι, σε εκφράσεις όπως
- ιδίαις χερσί (με το χέρι του ίδιου, της ίδιας)
- με το όπλο ανά χείρας (με το όπλο στο χέρι)
- συν Αθηνά και χείρα κίνει (ο Θεός βοηθάει, αλλά κουνα κι εσύ τα χέρια σου)
- νίπτω τας χείρας μου (αποποιούμαι τις ευθύνες)
- δι' ανατάσεως της χειρός (τρόπος εκλογής, ψήφισης)
Σύνθετα
- → δείτε τον όρο χειρο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρο- στο Βικιλεξικό
- αυτόχειρας
- δυσχερής
- εκεχειρία
- ιδιόχειρος
- μονόχειρας
- χειροποίητος
- χειροτεχνία
- χειρουργός
- χειρόφερτος
- χειρώνακτας
- χειράγρα
- χειράμαξα
- χειραγωγός
- χειροδικία
- χειράκανθος
- χειραντλία
- χειρανθίνη
- χείρανθος
- χειραφεσία
- χειραψία
- εγχειρίδιο
- χειροβομβιστής
- χειροβούζιον
- χειροβομβίδα
- χειρομαντεία
Μεταφράσεις
χειρ
|
→ δείτε τη λέξη χέρι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.