χειμερινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειμερινός η χειμερινή το χειμερινό
      γενική του χειμερινού της χειμερινής του χειμερινού
    αιτιατική τον χειμερινό τη χειμερινή το χειμερινό
     κλητική χειμερινέ χειμερινή χειμερινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειμερινοί οι χειμερινές τα χειμερινά
      γενική των χειμερινών των χειμερινών των χειμερινών
    αιτιατική τους χειμερινούς τις χειμερινές τα χειμερινά
     κλητική χειμερινοί χειμερινές χειμερινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειμερινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειμερινός

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.me.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χειμερινός

Επίθετο

χειμερινός, -ή, -ό

  • σχετικός με τον χειμώνα και το ψύχος
     συνώνυμα: λιγότερο επίσημο: χειμωνιάτικος
    χειμερινό ωράριο, χειμερινό ηλιοστάσιο (αλλά χειμωνιάτικο ντύσιμο, χειμωνιάτικος καιρός)
    χειμερινή στολή

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χειμερινός χειμερινή τὸ χειμερινόν
      γενική τοῦ χειμερινοῦ τῆς χειμερινῆς τοῦ χειμερινοῦ
      δοτική τῷ χειμεριν τῇ χειμεριν τῷ χειμεριν
    αιτιατική τὸν χειμερινόν τὴν χειμερινήν τὸ χειμερινόν
     κλητική ! χειμερινέ χειμερινή χειμερινόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χειμερινοί αἱ χειμεριναί τὰ χειμερινᾰ́
      γενική τῶν χειμερινῶν τῶν χειμερινῶν τῶν χειμερινῶν
      δοτική τοῖς χειμερινοῖς ταῖς χειμεριναῖς τοῖς χειμερινοῖς
    αιτιατική τοὺς χειμερινούς τὰς χειμερινᾱ́ς τὰ χειμερινᾰ́
     κλητική ! χειμερινοί χειμεριναί χειμερινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χειμερινώ τὼ χειμερινᾱ́ τὼ χειμερινώ
      γεν-δοτ τοῖν χειμερινοῖν τοῖν χειμεριναῖν τοῖν χειμερινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειμερινός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

χειμερινός, ή, όν

  1. ο σχετικός με τον χειμώνα, χειμερινός
  2. ο όμοιος με το χειμώνα (παγερός)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.