χειμωνιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειμωνιάτικος | η | χειμωνιάτικη | το | χειμωνιάτικο |
| γενική | του | χειμωνιάτικου | της | χειμωνιάτικης | του | χειμωνιάτικου |
| αιτιατική | τον | χειμωνιάτικο | τη | χειμωνιάτικη | το | χειμωνιάτικο |
| κλητική | χειμωνιάτικε | χειμωνιάτικη | χειμωνιάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειμωνιάτικοι | οι | χειμωνιάτικες | τα | χειμωνιάτικα |
| γενική | των | χειμωνιάτικων | των | χειμωνιάτικων | των | χειμωνιάτικων |
| αιτιατική | τους | χειμωνιάτικους | τις | χειμωνιάτικες | τα | χειμωνιάτικα |
| κλητική | χειμωνιάτικοι | χειμωνιάτικες | χειμωνιάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειμωνιάτικος < χειμώνας
Επίθετο
χειμωνιάτικος
- ο σχετικός με το χειμώνα ή με το κρύο
- χειμωνιάτικος καιρός, χειμωνιάτικα ρούχα
- σε αντιδιαστολή προς κάτι λιγότερο ζεστό
- Βάλε μια χειμωνιάτικη κουβέρτα γιατί αυτή είναι λεπτή, δεν θα σε πιάσει
Συγγενικά
- χειμωνιάτικα επίρρημα
- χειμερινός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.