χειμέριος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χειμέριος < αρχαία ελληνική χειμερίζω (περνάω το χειμώνα) < χειμών < χεῖμα (ψύχος)

Επίθετο

χειμέριος, χειμερία, χειμέριον

  1. ο χειμερινός στα αρχαία ελληνικά, σήμερα όμως το επίθετο συνηθίζεται σε λίγες τυποποιημένες εκφράσεις
    ορισμένα φίδια πέφτουν σε χειμερία νάρκη
    χειμερία ημέρα έλεγαν μέχρι και κατά τον 20ο αιώνα στην Ελλάδα την καλοκαιρινή μέρα που παραδόξως ήταν βροχερή
  2. Με κεφαλαίο, το Χειμέριον ήταν η ονομασία ακρωτηρίου της Θεσπρωτίας, το μετέπειτα "Χαρχάλι", κοντά στη σημερινή Πάργα, και Χειμέριος ο γειτονικός κόλπος

συγγενείς

Μεταφράσεις

για τη χειμερία νάρκη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.